Archive for the ‘Uncategorized’ Category

AΛΛΑΓΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ.

Γνωστοποιούμε στους αγαπητούς αναγνώστες ότι Το ιστολόγιο -ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ -μεταφέρεται στην διεύθυνση

fdathanasiou.wordpress.com

με τον νέο τίτλο

ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ.

Ο διαχειριστής

dosambr

27-12-537 μ.Χ ( 1.473 χρόνια πριν)

27-12-537 μ.Χ.- Τελούνται τα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας από τον Πατριάρχη Ευτύχιο και τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό.


Ο ιστορικός Θεοφάνης και ο ανώνυμος χρονογράφος περιγράφουν τα εγκαίνια που τελέστηκαν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Τότε και σύμφωνα με το θρύλο, μόλις ο Ιουστινιανός αντίκρισε τελειωμένο το ναό προχώρησε μόνος μέχρι τον άμβωνα, εξέτεινε τα χέρια του προς τον ουρανό και ανέκραξε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών!», θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό από τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα.


Πολλοί οι αντίχριστοι, αόρατα τα χαράγματα

«Mή ταρασσέσθω υμών η καρδία μηδέ δειλιάτω», (Ιωάν. ιδ 27)
του Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, ιεροκήρυκος

 

Ο απόστολος Παύλος ανησυχούσε για τους χριστιανούς, για τα πνευματικά του παιδιά, μήπως τεντώσουν τα αυτιά τους να δεχτούν τα απατηλά μηνύματα εκείνων, που ήσαν «κνηθόμενοι την ακοήν» (A  Tιμ. δ  3).

Ο Xριστός της πρώτης και της δευτέρας Παρουσίας είναι ο Ήλιος. Aυτόν όποιος ακολουθεί, «ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ᾽ έξει το φως της ζωής» (Ιωάν. η  12). Πολλοί παρασύρονται στην εξέτασι του μελλοντικού έκτακτου σημείου, που έχει ποικίλα ονόματα, και φυσικά δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά μια ακόμα έξαρσις του κακού.

✟ Πάντα το Φως, πάντα και το κακό.

✟ Πάντα υπάρχει έντασις του κακού.

Δεν είναι κακό να προσέχη κανείς την ποικιλώνυμη σατανικότητα. Kακό είναι ν᾽ αποπροσανατολίζεται. N᾽ αποσύρη το βλέμμα του από το πρόσωπο του Xριστού, και να τρομοκρατήται με κάποιον ερχόμενο αντίχριστο. «Mή τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον» (B  Θεσ.  β  3).

✟ Kάθε άνθρωπος της αμαρτίας, που θέλει μάλιστα να παρασύρη στην άβυσσο τους άλλους, είναι υιός της απωλείας και άνθρωπος της αμαρτίας και αντικείμενος και αντίχριστος.

✟ Αν το πρόσωπο, που άλλοτε λέγεται «αντικείμενος», άλλοτε «υπεραιρόμενος», άλλοτε «άνθρωπος της αμαρτίας», άλλοτε «υιός της απωλείας», άλλοτε «ο κατέχων» (ο απόστολος Παύλος δεν χρησιμοποιεί τη λέξι «αντίχριστος»), είναι έκτακτο φαινόμενο, αυτό δεν καταργεί το άλλο, το απείρως σπουδαιότερο. Ποιό;

✟ Όποιος πηγαίνει θεληματικά κόντρα στο θέλημα του Θεού, γίνεται αντικείμενος. Ας θυμηθούμε για ποιό θέμα σε άλλη επιστολή του ο Παύλος αναφέρει το Διάβολο ως «αντικείμενον». Για το θέμα της τεκνογονίας. Λέει: «Bούλομαι νεωτέρας γαμείν, τεκνογονείν, οικοδεσποτείν, μηδεμίαν αφορμήν διδόναι τω αντικειμένω λοιδορίας χάριν» (A  Tιμ. ε  14).

Σήμερα οι λεγόμενοι ορθόδοξοι  χριστιανοί καταπατούν ασύστολα το θέλημα του Θεού για την παιδοποιΐα. Mετέρχονται τα πονηρότερα μέσα για ν᾽ αποφύγουν την τεκνογονία. Eίναι η δεν είναι, κατά τον Παύλο «αντικείμενοι»;

✟ Αν μια φορά μας ενδιαφέρη, ποιός σε κάθε εποχή είναι ο θρονιασμένος αντικείμενος, χίλιες φορές ας μας ενδιαφέρη να μη γινώμαστε εμείς αντικείμενοι στο Θεό, αντίχριστοι.

✟ Η θεοποίησις είναι από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Ο,τι θρονιάζεται στις καρδιές των πολλών είναι «θεός» για τον κόσμο.

Kάποτε «ο αντικείμενος και  υπεραιρόμενος», ως είδωλο, στήνεται και μέσα στους δικούς μας ναούς! Όχι διότι τους ναούς μας καταλαμβάνουν βάρβαροι και τους βεβηλώνουν, όπως συνέβη σε κράτη δεδηλωμένου αθεϊσμού.
Tό άλλο είναι χειρότερο: Mέσα στον ορθόδοξο Nαό στήνεται το είδωλο, ο «υπεραιρόμενος», αυτός που «κουμαντάρει» εγωιστικά τα πάντα, αυτός που «φιγουράρει» σαν παγώνι, αυτός που απαιτεί όλοι να τον προσκυνούν και να σκύβουν το κεφάλι σε κάθε ανοησία του. «Eις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι».

✟ Όταν θεοποιούνται οι τύποι, όταν θρησκειοποιήται η Εκκλησία, όταν εξωθήται ο Xριστός στο περιθώριο, όταν  αγνοήται το ευαγγέλιό Tου, τότε δεν έχουμε αντίχριστη συμπεριφορά;

✟ Αντί να δίνουμε, λοιπόν, σημασία στα «αντικείμενα», ας προσέχουμε τα κείμενα, τα ιερά, τα θεόπνευστα  κείμενα της Αγίας Γραφής.

✟ Αντί να φοβώμαστε τον οποιονδήποτε  «αντικείμενον», να είμαστε ενωμένοι με τον «κείμενον», «ος εστιν Ιησούς Xριστός» (A  Kορ. γ  12).
Kαθένας, που δεν δέχεται το Xριστό ως σαρκωμένο Θεό, πολύ δε περισσότερο Tόν πολεμάει, είναι αντίχριστος. Έτσι λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στις Επιστολές του, που μόνο σ᾽ αυτές αναφέρεται το όνομα «αντίχριστος» (ούτε στην δευτέρα προς  Θεσσαλονικείς ούτε στην Αποκάλυψι αναφέρεται, όσο και αν επιμένουν οι κατ᾽ επάγγελμα αντιχριστολογούντες!). Λέει ο Ιωάννης: «Kαί νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν. Tίς εστιν ο ψεύστης, ει μη ο αρνούμενος ότι Ιησούς ουκ έστιν ο Xριστός; Oύτός εστιν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιόν. Πας ο αρνούμενος τον υιόν ουδέ τον πατέρα έχει» (A  Ἰωάν. β   18-23).

✟ Σημασία δεν έχει η πολυπραγμοσύνη γύρω από το πρόσωπο του αντιχρίστου. Σημασία έχουν δυό σχετικά.

✟ Tό ένα: Πάντοτε μισούνται και  πολεμούνται οι αληθινοί χριστιανοί.

✟ Tό άλλο: Oι χριστιανοί στηρίζονται  όχι στον αντίχριστο, αλλά στο Xριστό.
Δυστυχώς, πολλοί τρομοκρατούν τους  ολιγοψύχους με τον «αντίχριστο».

✟ Ο πιστός δεν πολυπραγμονεί γύρω απ᾽ την άπαξ αναφορά του Παύλου σ᾽ ένα μυστηριώδες πρόσωπο σατανικής συμπεριφοράς και σατανικού ιμπεριαλισμού, αλλ᾽ ασχολείται με το αυτονόητο έργο όλων των σκοτεινών δυνάμεων όλων των αιώνων.

Ξέρετε πως μοιάζουμε;

Mάς έχουν κυκλώσει πολλές φλόγες και ενώ καιγόμαστε, εμείς δεν ασχολούμαστε με το πως θα γλυτώσουμε απ᾽ το στόμα τους η πως θα τις σβήσουμε, αλλά τρέμουμε μια μόνο φλόγα που… κάποτε θα έρθη!
Mεγαλύτερη επιτυχία του μεγάλου Αντιχρίστου, του Διαβόλου, από αυτήν δεν υπάρχει! Kαιγόμαστε από τους  πολλούς αντιχρίστους του, και εκείνος μας έπεισε να μη τους φοβώμαστε, αλλά να τρέμουμε κάποιον που… θα έρθη!
Kαί στην κόλασι ακόμα οι απρόσεκτοι  και περίεργοι «χριστιανοί» θα τσακώνωνται για το ποιός είναι τελικά και  αν ήρθε η δεν ήρθε στη γη ο αντίχριστος!
Mερικοί έχουν καταληφθή από άγχος, ότι δεν θα μπορούν πια να κάνουν τίποτε, αφού μάλιστα είναι… σίγουρο, ότι θα προσπαθήσουν να τους σφραγίσουν με κάποιο «χάραγμα» του αντιχρίστου, ότι  θα μεταβληθούν αυτόματα σε άβουλα νούμερα, σε αγέλη κάποιου αριθμού!
Αλλοίμονο!

✟ Tότε, που πάει το  Aίμα της Kαινής Διαθήκης;

✟ Που πάει η παντοδυναμία του Xριστού;

✟ Που πάει η ελευθερία του ανθρώπου;

✟ Που πάει η χάρις του Θεού, που τα «πάντα ισχύει» (Φιλιπ. δ  13) ο πιστός;

✟ Που πάει η βεβαιότητα, ότι θα καταλυθή το κράτος του αντιχρίστου Διαβόλου τελείως;
Ο πιστός χριστιανός, ένα φοβάται: Nά μη παραδοθή στους πειρασμούς και θελήση μόνος του να γίνη άβουλο νούμερο σκοτεινών δυνάμεων. Δεν φοβάται την υποδούλωσι της βουλήσεώς του κατά τον οποιονδήποτε μαγικό τρόπο. Γιατί κάτι τέτοιο δεν γίνεται.
Δεν ταράζεται από το σύνδρομο της θρησκευτικής τρομοκρατίας, που έχει καταλάβει αστήρικτους και ανόητους.  Στηριγμένος ο πιστός σε όσα η Γραφή βεβαιώνει, κάπως έτσι αντιστέκεται:
―Φύγετε της εσχατομανίας τα παιδιά, που θέλετε να με τρομάξτε με τον ερχομό του… αντιχρίστου! Εγώ έχω το δικό μου Kύριο, το Xριστό μου, που ήρθε. Kαί Tόν περιμένω να ξανάρθη για να πάρη ακόμα πιο κοντά Tου όλους τους  ευσεβείς. «Ο Kύριος εγγύς»!
Tίς σκιές δεν τις φοβάμαι! Mήτε τα «μορμολύκια» και τα φαντασιοκοπήματα. Zώ στο φως της αλήθειας. Ανήκω στο στρατό του Ιησού, στην Εκκλησία της χαράς και της ελευθερίας.

* * *
Mέ αφορμή κάποια καινούργια «ταυτότητα», που έχει χαρακτηριστή «κάρτα του πολίτη» μερικοί ταράζονται. Mιλάνε για το «χάραγμα» κάποιου θηρίου, που το έχουν βαφτίσει  «αντίχριστο»!
Tό ότι η λέξις «αντίχριστος» δεν υπάρχει στην Αποκάλυψι είναι πασίγωστο. Tό ότι για πολλούς αντίχριστους μιλάει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του Επιστολή (β  18-23), και αυτό είναι πασίγνωστο. Όπως επίσης πασίγνωστο και αυτονόητο είναι, ότι από την εποχή του Kυρίου μέχρι τη συντέλεια του κόσμου ήρθαν, έρχονται και θα έρχωνται μυριάδες  αντίχριστοι, όλοι όσοι αρνούνται το Xριστό ως Σωτήρα, όσοι πολεμούν το Xριστό και τους χριστιανούς, όσοι ασεβούν στο Eυαγγέλιο του Ιησού Xριστού.
Εκείνο, που δεν έχουν προσέξει πολλοί είναι τα άγια χαράγματα. Mιλάνε μόνο για το ένα χάραγμα του θηρίου, και  καμμιά μνεία δεν κάνουν για τα πολλά σφραγίσματα του Θεού στους πιστούς. Ας αναφέρουμε μερικά:

✟ «Kαί ερρέθη ταις εξουσίαις (των ακρίδων), Ίνα μη αδικήσωσι τον χόρτον της γης ουδέ παν χλωρόν, ουδέ παν δένδρον, ει τους ανθρώπους οίτινες ουκ έχουσι την σφραγίδα του Θεού επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. θ  4). Δηλαδή:  Eίπαν στις ακρίδες να μη βλάψουν το χορτάρι της γης ούτε κανένα χλωρό, ούτε κανένα δέντρο, παρά μόνο να βλάψουν ανθρώπους, που δεν έχουν την σφραγίδα του Θεού στα μέτωπά τους!

✟ Έχουν οι χριστιανοί καμμιά σφραγίδα στο μέτωπό; Kανένα χάραγμα; Όχι. Άρα δεν είναι χριστιανοί; Eίναι, αφού το χάραγμα είναι συμβολικό και αόρατο.

✟ Έχουμε καμμιά σφραγίδα στο μέτωπό; Άρα δεν είμαστε χριστιανοί! Kαί όμως είμαστε. Eίχαν καμμιά σφαγίδα στο μέτωπό τους οι άγιοι μάρτυρες; Όχι. Άρα δεν ήσαν χριστιανοί! Ασφαλώς ήσαν.  Eίχαν το σφράγισμα και το χάραγμα, αλλ᾽  αόρατο!

✟ Γιατί, λοιπόν, το ευλογημένο σφράγισμα και χάραγμα, για το οποίο μιλάει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψι και στα ζ , θ , και ιδ  κεφάλαια, είναι συμβολικά και αόρατα, και μόνο το σφράγισμα του θηρίου (Αποκ. ιγ  16) θα είναι ορατό και πραγματικό; Εξηγήστε οι ταράζοντες τον κόσμο, γιατί;
Mόνο στον εγκέφαλο πλανεμένων και ακραίων προτεσταντών της Αμερικής μπορεί να αναζητηθή εξήγησις. Tό πως τώρα από κει ήρθε εδώ, αυτό είναι ένα άλλο μυστήριο, επτασφράγιστο, η  μάλλον μια επιτυχία του αντιχρίστου, του Διαβόλου.

✟ Mέ το εισιτήριο του ουρανοπολίτη ασχολούνται οι άγιοι. Δεν είμαστε της γης αυτής πολίτες. Λέει ο ιερός Xρυσόστομος: «Oυκ ει πολίτης, αλλ᾽ οδίτης ει και οδοιπόρος. Mή είπης• Έχω τήνδε την πόλιν, και έχω τήνδε. Oυκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί» (E.Π.E. 33, 120). Mετάφρασις: Δεν είσαι  πολίτης, αλλά διαβάτης και οδοιπόρος. Mήν πης, έχω αυτή την πόλι η έχω την άλλην. Kανένας δεν έχει πόλι, μόνιμη κατοικία. Η πόλις μας είναι πάνω.

✟ Oι χριστιανοί είναι:
Oυρανοδρόμοι. Πορεύονται προς τον ουρανό, περπατώντας στη γη. «Oυκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ  14).
Oυρανοπολίτες. «Tά άνω φρονούμεν, ου τα επί της γης» (Kολοσ. γ  2).
Oυρανοδείκτες. Δείχνουμε στους πεζοπόρους και ταλαιπώρους του κόσμου, πως το «πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ  2).

✟ Περπατάμε με σκοπό και στόχο τον ουρανό: «Kατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ  14). Περπατάμε με διπλή σφραγίδα στο  μέτωπο.
Η μια είναι η δική μας : Η ομολογία. Η άλλη του Xριστού. Η χάρις. Nαί, δέχομαι το χαραγμα του Αγίου Πνεύματος.

✟ Έχουμε και άλλο άγιο σφράγισμα στην Αποκάλυψι. Δόθηκε εντολή στους τέσσερις αγγέλους: «Mή αδικήσητε την γην μήτε την θάλασσαν μήτε τα δένδρα, άχρις ου σφραγίσωμεν τους δούλους του Θεού ημών επί των μετώπων αυτών. Kαί ήκουσα τον αριθμόν των εσφραγισμένων• Εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι εκ πάσης φυλής υιών Ισραήλ….» (Αποκ. ζ  2).
Oι δούλοι του Θεού έχουν χάραγμα στο μέτωπο; Όχι. Kαί όμως είναι χριστιανοί. Bέβαια παρακαλούν: «Mή εισενέγκης  ημάς εις πειρασμόν».
Σε τι διαφέρει ο πειρασμός από οποιαδήποτε εξωτερική επέμβασι άλλου; Στον πειρασμό ενδίδει η ελευθερία μας. Στην άλλη επέμβασι η επιρροή δεν λειτουργεί η ελευθερία. Mέ μαγικό τρόπο ούτε κακό ούτε καλό μπορούν να μας κάνουν.

✟ Bέβαια λογαριάζουμε τους αντίχριστους, τις αντίχριστες, τα αντίχριστα. Όσοι και όσα μας σερβίρουν τη διαφθορά και την διαστροφή της αλήθειας.

✟ Ο απόστολος Παύλος προσπαθούσε να χαραχτή στις καρδιές όλων «Ιησούς Xριστός εσταυρωμένος» (Γαλ.γ  1). Πως Tόν χάραζε; Mέ την αόρατη χαρακτική τέχνη. Mέ το χρωστήρα του λόγου του.

✟ Oι χριστιανοί δεν φοβόμαστε τον έναν αριθμό, έστω και αν αυτός είναι 666 η 777 η 888! Tά αναρίθμητα αμαρτήματά μας  φοβόμαστε.

✟ Oι χριστιανοί δεν φοβόμαστε τον αντικείμενον. Στηριζόμαστε στον κείμενον, «ος εστιν Ιησούς Xριστός» (A  Kορ. γ  12). Oι χριστιανοί δεν δίνουν σημασία στα «αντικείμενα».  Προσέχουμε τα κείμενα, τα ιερά, τα  θεόπνευστα κείμενα της Αγίας Γραφής.

✟ Oι χριστιανοί ένα χάραγμα ποθούν. Nά γραφτή το όνομα τους στον κατάλογο του ουρανού (Λουκ. ι  20).

http://www.amen.gr

H σφαγή των νηπίων.

Ματθ. β’ 13-23

13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

Η εορτή προς τιμήν «τών 14.000 αναιρεθέντων νηπίων», αποτελεί για πολλούς απίστους σκάνδαλο, καθώς ο αριθμός τών νηπίων που δολοφόνησε ο Ηρώδης για να σκοτώσει τον Χριστό, ήταν πολύ μικρότερος. Όμως οι άνθρωποι αυτοί, αγνοούν όχι μόνο τη βαθύτερη σημασία τού γεγονότος τής σφαγής τού Ηρώδη, αλλά και τις συμβολικές διαστάσεις τού αριθμού αυτού.

Τι δείχνει η ιστορία

 

Υπό τους αυστηρούς όρους τής επιστημονικής ιστορικής ακρίβειας, ο αριθμός τών 14.000 θανατωθέντων νηπίων κατά την παράδοση δημουργεί – ακόμα και για τα δεδομένα τού δολοφόνου Ηρώδη- ανυπέρβλητα προβλήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές και ιδιαίτερα ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος – σύγχρονος των Ευαγγελιστών Λουκά και Ιωάννη – και άρα καλός γνώστης τής εποχής των ευαγγελικών γεγονότων – η κωμόπολη τής αρχαίας Βηθλεέμ και τα περίχωρά της θα πρέπει τότε να είχαν πληθυσμό ίσως λίγο μεγαλύτερο από χιλίους κατοίκους. Η σφαγή των αρρένων νηπίων «από διετούς και κατωτέρω» δεν θα ήταν, επομένως, στην πραγματικότητα δυνατό να αφορά περισσότερα από 30 η το ανώτατο 40, με βάση τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή κατανομή τής συγκεκριμένης περιοχής.

Ένας τέτοιος αριθμός θα καθιστούσε πολύ πιο πιθανό κατά τους ιστορικούς, ο Ηρώδης να αποτόλμησε όντως ακόμη ένα τραγικό εγχείρημα προκειμένου να διασφαλίσει την εξουσία του από την έσω και  υποθετική απειλή τής εμφανίσεως ενός διεκδικητή τού θρόνου. Η «αναίρεση» μερικών δεκάδων νηπίων, άσημων αγροτικών οικογενειών μιας απομακρυσμένης και αγνοημένης περιοχής, δεν θα αποτελούσε «παρά μόνο ένα μικρό και ασήμαντο επεισόδιο» στο βίο και την πολιτεία του, όπως εύστοχα παρατηρεί ένας σύγχρονος ερευνητής, ένα πταίσμα σε σύγκριση με τα άλλα του εγκλήματα, που δεν επιβάρυνε αισθητά τον ήδη μακρύ κατάλογο των θυμάτων τής καχυποψίας του, και δεν διαφοροποιούσε ιδιαίτερα την ούτως ή άλλως έκρυθμη τοπική κατάσταση ώστε να προκαλέσει την παρέμβαση τής Ρώμης στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι πουθενά στα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων δεν καταγράφεται συγκεκριμένος αριθμός «αναιρεθέντων νηπίων». Η αναφορά στη σφαγή «χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων» αρρένων τέκνων προέρχεται αντίθετα από την ιερή παράδοση τής Εκκλησίας μας – από το εορτολογικό Συναξάρι τής συγκεκριμένης ημέρας – και μάλιστα με την επισήμανση ότι τα νήπια αυτά εντάσσονται στο χώρο των Μαρτύρων τής Εκκλησίας και θεωρούνται ως οι πρώτοι ανώνυμοι και «αναρίθμητοι» μάρτυρες τής Χριστιανικής πίστεως. Αυτό ακριβώς το στοιχείο προσδίδει επομένως στο όλο ζήτημα παράλληλα προς την ιστορική, και μια ιδιαίτερη «συμβολική» παράμετρο, που καθιστά απαραίτητη τη θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση.

 

Η Θεολογική σημειολογία τού αριθμού τών «αναιρεθέντων νηπίων».

Όπως ήδη επισημάνθηκε, τα Ευαγγέλια δεν επέχουν θέση «χρονικών» ή απλών «δημοσιογραφικών εκθέσεων» επί των ιστορικών γεγονότων. Σκοπός τους δεν είναι η απλή ενημέρωση κάποιων αναγνωστών, αλλά η πνευματική καθοδήγηση και η θεολογική παίδευση των πιστών στο πλαίσιο τού κατηχητικού και ποιμαντικού ρόλου τής Εκκλησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σφαγή των νηπίων έχει ιδιαίτερο θεολογικό νόημα για τα ιερά κείμενα, και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση τής σημειολογίας των γεγονότων στην ευαγγελική διήγηση.

Στην παράδοση τού Ιουδαϊκού λαού και τη θεολογία τής Παλαιάς Διαθήκης υπήρχε το «ιστορικό» προηγούμενο ακόμη μιας δίωξης και «σφαγής». Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση τού βιβλίου τής Εξόδου εμφανίζει τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο Φαραώ τής Αιγύπτου να είχε διατάξει τη θανάτωση με πνιγμό στον Νείλο ποταμό των αγοριών των Ισραηλιτών, μια πραγματική γενοκτονία, που σκοπό είχε τη μείωση τού αριθμού τον δούλων Εβραίων οι οποίοι αυξάνονταν με ανησυχητικό ρυθμό στη χώρα.

Το στοιχείο αυτό αξιοποιήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς τής Καινής Διαθήκης ως θεολογικό προηγούμενο στη γλώσσα τής ερμηνευτικής «προτύπωσης» για την παράλληλη θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία τού αντίστοιχου γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων από ένα «νέο Φαραώ», τον αλλόθρησκο και μισητό βασιλιά τής Ιουδαίας Ηρώδη.

Όπως ο παλιός Φαραώ εξέφραζε τις αντίπαλες δυνάμεις τού σκότους και τής καταπίεσης αντιδρώντας στα «σημεία» τής εφαρμογής τού σχεδίου τού Θεού για τη σωτηρία και ιστορική καταξίωση τού Ισραήλ, και όπως φόνευσε παιδιά για να μην γεννηθεί ο πρώτος προφήτης τής Εξόδου ο Μωυσής, έτσι και ο Ηρώδης ως «νέος Φαραώ» ενσαρκώνει με τις πράξεις του τις ίδιες δαιμονικές δυνάμεις. Παρεμποδίζει την έλευση τού Σωτήρα τού κόσμου και την ιστορική καταξίωση τού νέου Ισραήλ τής Εκκλησίας.Κατά το Ευαγγέλιο τού Ματθαίου, ο Ιησούς αποκαλύπτεται από τη βρεφική ήδη ηλικία ως ο Χριστός και ο Κύριος, ο απεσταλμένος τού Θεού για τη σωτηρία τού κόσμου. Και ο Ηρώδης, που κατά ένα μανιακό και παράφρονα τρόπο «ζητεί την ψυχήν τού Παιδίου», φανερώνεται με τις ενέργειές του ωςεκπρόσωπος τών δυνάμεων τού κακού και παρουσιάζεται με τη μορφή Αντιχρίστου (Δες Αποκάλυψη κεφ. 12/ιβ΄). Ο ισχυρός τού παρόντος, όμως, είναι ο ουσιαστικά αδύναμος, και το ευάλωτο Βρέφος θα αναδειχθεί ο τελικός νικητής.

Το γεγονός τής σφαγής των νηπίων αποκτά έτσι και μια σωτηριολογική και εσχατολογική προοπτική, εφόσον εντάσσεται παράλληλα μεταξύ των «σημείων των εσχάτων» που προϊδεάζουν και προετοιμάζουν για την τελική συντριβή τού κακού και την επικράτηση τού καλού.Σε αυτή τη γραμμή τής θεολογικής σημειολογίας, η σφαγή των νηπίων φέρνει επίσης στο νου και την προφητεία τού Ιερεμία, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε προαναγγείλει προφητικά και περιγράψει ποιητικά την ακόλουθη αποκαλυπτική σκηνή: «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ιερεμίας 31/λα΄ 15).

Ο ιστορικός ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει χρήση τής προφητικής αυτής ρήσης και θεολογεί ερμηνευτικά πάνω στο σύγχρονό του γεγονός τού «θρήνου, τού κλαυθμού και τού οδυρμού» τής Βηθλεέμ (Ματθαίος 2/β΄ 18). Η αρχαία προφητεία αναφερόταν στις θυσίες κατά την έξοδο τού παλαιού Ισραήλ από την Αίγυπτο. και όπως τότε ο Μωυσής μαζί με τον Ιησού τού Ναυή οδήγησαν το λαό τού Θεού μακριά από την Αίγυπτο και την «αιγυπτιώδη αναλευθερία», από τον Φαραώ και τη φαραωνική δουλεία προς τη γη τής επαγγελίας και τής ελευθερίας, έτσι και τώρα ένας «νέος Μωυσής» και «νέος Ιησούς» θα οδηγήσει το λαό του σε μια νέα έξοδο προς μια νέα γη τής επαγγελίας, προς μια εσχατολογική χώρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής Ματθαίος εμπνευσμένα υπογραμμίζει σε αυτόν τοθεολογικό συμβολισμό και την «προτύπωση» γεγονότων, ότι «εξ Αιγύπτου» και πάλι ο Θεός κάλεσε ηγέτη για το λαό Του και για τη μεγάλη «έξοδο» στην ιστορία των νέων χρόνων (Ματθαίος 2/β΄ 15).

Ο απόστολος Παύλος και πολλοί ερμηνευτές Πατέρες τής Εκκλησίας, κάνουν εκτεταμένη χρήση των θεολογικών πλέον όρων «Αίγυπτος» και «Φαραώ» στην τυπολογική τους ερμηνεία με καθαρά θεολογικό χαρακτήρα. Η φυγή τού Θείου Βρέφους στην Αίγυπτο ως επακόλουθο τής σφαγής των νηπίων τής Βηθλεέμ, αποκτά, πέρα από την ιστορική της σημασία, και εσχατολογικές προεκτάσεις ωσάν μια άλλη «κάθοδος τού Υιού τού Θεού στον Άδη». Εκεί, στον «Άδη τής Αιγύπτου», ο Ιησούς Χριστός ως «νέος Μωυσής» θα συναντήσει το λαό του και θα τον καλέσει σε μια νέα εσχατολογική «έξοδο» προς τη νέα γη τής επαγγελίας, τη Βασιλεία τού Θεού. (Δες Δευτερονόμιο 18/ιη΄ 15, όπου ο Μωυσής λέει: «προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε»).

 

Νωπογραφία στη Μονή της Χώρας στην Βασιλεύουσα

Ο αριθμός 14.000

Όσον αφορά, τέλος, τον αριθμό 14.000 που η ιερή παράδοση διασώζει για τα σφαγιασθέντα νήπια, αυτός δεν οφείλεται σε λογιστικό σφάλμα, αλλά προέρχεται από την επίδραση τής Ιουδαϊκής αποκαλυπτικής αριθμολογίας. Πρόκειται στην ουσία για πολλαπλάσιο τού ιερού αριθμού 7 των Εβραίων, ο οποίος συμβολίζει την ολότητα και την καθολικότητα.

Ομοίως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη συναντάται σημειολογική αναφορά στον έτερο ιερό αριθμό 12 και στα πολλαπλάσιά του, με την επισήμανση ότι κατά τους έσχατους χρόνους ο Ιησούς Χριστός θα συνοδεύεται και πάλι από τους μάρτυρές του, που στην ολότητα και τελειότητά τους ανέρχονται συμβολικά σε 144.000 (Αποκάλυψις 14/ιδ΄ 1 και 7/ζ΄4). Και σε αυτήν ασφαλώς την περίπτωση, δεν πρόκειται για πραγματικό αριθμό, αλλά για θεολογικό συμβολισμό τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται και εκπροσωπείται στην ιστορία από τους Μάρτυρες.

Οι ανά τους αιώνες θυσιαζόμενοι και μαρτυρούντες Άγιοι, εκφράζουν την ιστορική και εσχατολογική ενότητα τής Εκκλησίας. Όσοι προσεταιρίζονται την εξουσία και τη δύναμη, συντάσσονται με τους εκάστοτε «Φαραώ» και «Ηρώδεις» τής ιστορίας.Η αναφορά τού ευαγγελιστή στο γεγονός τής σφαγής και τής θυσίας εκφράζει κατά τον πλέον εναργή τρόπο, ότι ο Ιησούς και οι πιστοί του δεν πραγματοποιούν την ιστορική τους πορεία μέσα σε έναν κόσμο ρομαντικό και ειδυλλιακό, αλλά κυριαρχούμενο από το ρεαλισμό τής βίας, τής ανελευθερίας, των καταπιέσεων και των διωγμών. Οι ισχυροί «Φαραώ» και «Ηρώδεις» που διαφεντεύουν συνήθως τις τύχες των λαών, εκπροσωπούν τις αντίθετες και δαιμονικές δυνάμεις, διαιωνίζοντας και επαυξάνοντας το κακό και την αδικία σε βάρος των αδυνάτων.Το Θείο Βρέφος, που από την πρώτη στιγμή δοκίμασε την απειλή και τη βία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη, καθόρισε το πρότυπο τής μαρτυρικής ζωής εκείνων που θα ακολουθήσουν πιστά τα ίχνη Του, μέχρις εσχάτων τού ιστορικού χρόνου.Η ιστορία τής Εκκλησίας με το πλήθος των μαρτύρων επαληθεύει συνεχώς την τραγική πραγματικότητα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή στον κόσμο χωρίς τους ομολογητές τής αλήθειας και τους μάρτυρες τής ελευθερίας.

Δια της αφήγησης τού περιστατικού τής σφαγής των νηπίων υπογραμμίζεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά το μόνιμο ιστορικό ερώτημα με ποιους οφείλει κανείς τελικά να συντάσσεται, με τους ισχυρούς «Ηρώδεις» ή με τους αθώους και αδύναμους ανθρώπους που ως τέκνα τού «εσφαγμένου Αρνίου» και αθώα νήπια, γίνονται μάρτυρες τής αλήθειας «από καταβολής κόσμου»; (Αποκάλυψις 13/ιγ΄ 8). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα καίρια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση ο Χριστιανισμός δια τών ιερών του κειμένων.

Όλα σχεδόν τα παραπάνω, λήφθηκαν από το άρθρο τού ομότιμου καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Π. Πατρώνου, με τίτλο: «Η σφαγή τών νηπίων κατά την Καινή Διαθήκη», που δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό «Ιστορικά» (Νο 216), τής Ελευθεροτυπίας 18 Δεκεμβρίου 2003 σελ. 34-41.

Σημείωση: Για λεπτομερέστερη ιστορική και θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση τού γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων βλ. Γεωργίου Π. Πατρώνου: «Η ιστορική πορεία τού Ιησού (από τη φάτνη ως τον κενό τάφο)» Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1991, σ. 580.

Πηγή :http://www.oodegr.com/oode/grafi/kd/nipia.htm


Χριστούγεννα στη σπηλιά – Φώτη Κόντογλου. Κ

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί.

Μα εκείνη τη χρονιά, οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση.

Χιόνι δέν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές.

Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε, και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί, ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ’ έπιασε κ’ έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα, και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ’ εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές. Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ’ οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος! Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα, και κοιτάζανε το μαντρί νά ‘ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο. Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη, κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι. Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά, κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες, κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει. Θά ‘τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά ‘τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή.

Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί, και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα. Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού ‘χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά. «Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.

-«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά του.

-«Καλώς ορίσατε!» Τους πήγανε στη σπηλιά.

-«Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε. Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

-«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό ‘λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια – Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά ‘ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ‘κανε!» Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε σαν θερμιασμένο. -«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!» Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά.

Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά: Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας. Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε». Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε. Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’ είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του. Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία. Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι.

Ο καιρός σκύλιαξε, κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ‘μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα. Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’ – Απόστολο με τον μούτσο. Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία. «Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς. Στο μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ’ είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίδοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του. Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.» Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο. Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία. Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν». (Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου).

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ

Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ συλλειτουργοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

Μέσα εἰς τὴν ἀνὰ τὸν κόσμον ἐπικρατοῦσαν τελευταίως σκοτεινὴν ἀτμόσφαιραν τῆς σοβούσης ποικίλης κρίσεως, οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς, ἠθικῆς καί, κυρίως, πνευματικῆς, ἡ ὁποία πολὺν θυμόν, πολλὴν πικρίαν, πολλὴν σύγχυσιν, πολλὴν ἀγωνίαν, πολὺ ἄγχος, πολλὴν ἀπογοήτευσιν καὶ πολὺν φόβον διὰ τὴν αὔριον προξενεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, γλυκεῖα ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας:

«Δεῦτε, πιστοί, ἐπαρθῶμεν ἐνθέως καὶ κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκὴν ἄνωθεν ἐν Βηθλεὲμ πρὸς ἡμᾶς ἐμφανῶς…»
(Ἰδιόμελον ΣΤ΄ Ὥρας Χριστουγέννων).

Πίστις ἀκλόνητος τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παρακολουθεῖ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ ἀδιαφόρως τὴν πορείαν τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του ὑπὸ τοῦ ἰδίου, αὐτοπροσώπως, πλασθέντος ἀνθρώπου. Τούτου ἕνεκα καὶ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου Του ἦτο ἀπ’ ἀρχῆς ἡ «εὐδοκία» Του, τὸ πρώτιστον θέλημά Του, ἡ «προαιώνιος βουλή» Του. Νὰ ἀναλάβῃ ὁ Ἴδιος, ἐξ ὑπερβολῆς ἀγάπης, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ποὺ ἔπλασε, καὶ νὰ τὴν καταστήσῃ «θείας φύσεως κοινωνόν» (Β΄ Πέτρ. 1: 4). Καὶ τοῦτο, πρὸ τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, πρὸ καὶ αὐτῆς τῆς πλάσεώς των! Μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν Πρωτοπλάστων, ἡ «προαιώνιος βουλὴ» τῆς Σαρκώσεως περιέλαβε τὸν Σταυρόν, τὸ Ἄχραντον Πάθος, τὸν Ζωοποιὸν Θάνατον, τὴν εἰς Ἅιδου Κάθοδον, τὴν Τριήμερον Ἔγερσιν, ὥστε ἡ παρείσακτος ἁμαρτία, ποὺ ἐδηλητηρίασε τὰ πάντα, καὶ ὁ λαθρεπιβάτης τῆς ζωῆς θάνατος νὰ τεθοῦν τελείως καὶ ὁριστικῶς ἐκποδών, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπολαύσῃ ἀκεραίαν τὴν Πατρικὴν κληρονομίαν τῆς αἰωνιότητος.
Ἀλλ’ ἡ θεϊκὴ συγκατάβασις τῶν Χριστουγέννων δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὰ τῆς αἰωνιότητος. Ἀφορᾷ καὶ εἰς τὰ τῆς ἐπὶ γῆς πορείας ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εὐαγγελισθῇ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ εἰς αὐτήν, ἀλλ’ ἦλθεν ἐπίσης εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν. Ἐχόρτασε θαυματουργικῶς κατ’ ἐπανάληψιν τὰ πλήθη τῶν ἀκροατῶν τοῦ λόγου Του, ἐκαθάρισε λεπρούς, ἐστερέωσε παραλύτους, ἐχάρισε τὸ φῶς εἰς τυφλούς, τὴν ἀκοὴν εἰς κωφοὺς καὶ τὴν ὁμιλίαν εἰς ἀλάλους, ἀπήλλαξε δαιμονισμένους ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἀνέστησε νεκρούς, ὑπεστήριξε τὸ δίκαιον τῶν ἀδικουμένων καὶ λησμονημένων, ἐστηλίτευσε τὸν ἀθέμιτον πλουτισμόν, τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἀσπλαγχνίαν, τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν «ὕβριν» εἰς τὰς ἀνθρωπίνας σχέσεις, ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπόδειγμα ἐθελουσίου κενωτικῆς χάριν τῶν ἄλλων θυσίας! Ἴσως ἡ διάστασις αὕτη τοῦ μηνύματος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως πρέπει νὰ προσεχθῇ περισσότερον κατὰ τὰ σημερινὰ Χριστούγεννα. Πολλοὶ συνάνθρωποι καὶ συγχριστιανοὶ δοκιμάζουν φοβερὸν πειρασμὸν ἐκ τῆς σοβούσης κρίσεως. Εἶναι ἀναρίθμητοι αἱ στρατιαὶ τῶν ἀνέργων, τῶν νεοπτώχων, τῶν ἀστέγων, τῶν νέων μὲ τὰ «ψαλιδισμένα ὄνειρα». Ἀλλά, Βηθλεὲμ ἑρμηνεύεται «Οἶκος Ἄρτου»! Χρεωστοῦμεν, λοιπόν, οἱ πιστοὶ εἰς πάντας τοὺς ἐμπεριστάτους ἀδελφοὺς ὄχι μόνον τὸν «Ἐπιούσιον Ἄρτον», δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται ἐσπαργανωμένος εἰς τὴν πενιχρὰν φάτνην τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ καὶ τὸν καθημερινὸν ἐπιτραπέζιον ἄρτον τῆς ἐπιβιώσεως, καὶ ὅλα τὰ «ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2: 16). Εἶναι ἡ ὥρα τῆς πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ὑψηλῷ αἰσθήματι εὐθύνης! Ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀκούεται ἐντονώτερος καὶ ἀπαιτητικώτερος ὁ ἀποστολικὸς λόγος: «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2: 18)! Ὁ καιρός, δηλ. ἡ εὐκαιρία, νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως» εἰς τὸ ὕψος τῆς οἰκειούσης ἡμᾶς μὲ τὸν Θεὸν βασιλικῆς ἀρετῆς τῆς Ἀγάπης.
Ταῦτα ἀπὸ τῆς ἁγίας καὶ μαρτυρικῆς καθέδρας τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ Χριστοῦ Πενήτων εὐαγγελιζόμενοι πρὸς τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον τέκνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπικαλούμεθα ἐπὶ πάντας τὴν θεϊκὴν συγκατάβασιν, τὸ ἄπειρον ἔλεος, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χάριν τοῦ δι’ ἡμᾶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐνανθρωπήσαντος Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, Ὧι ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Φανάριον, Χριστούγεννα ,βι’
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
Διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Είμαι γέννημα της δικής σου αναρχίας

Της Χαράς Νικοπούλου

Eίμαι παιδί του ’74… Όχι μη γελιέσαι Έλληνα… Δεν είμαι παιδί του πολυτεχνείου… δεn γεννήθηκα 17 Νοεμβρίου… Τη μέρα που γεννιόμουνα χανόταν για εμένα Έλληνες λοκατζήδες… εκεί στον τύμβο της μακεδονίτισσας… 22 Ιουλίου 1974… Ελλάδα είμαι δημιούργημά σου…
Μου είπες πως είμαι τυχερή, γιατί δεν γνώρισα τη χούντα… Μα με υποχρέωσες να ζω σε μια δημοκρατία που τη χούντα της κρατούσαν καλά οι δημοκράτες πολιτικοί της…
Μου έμαθες τα πρώτα Ελληνικά, με δασείες-περισπωμένες,… μα πριν καλά-καλά τα μάθω τα κατήργησες. ενώ ήμουν Δευτέρα δημοτικού…
Με έντυσες με μπλε ποδιά… αυτή για το σχολείο με τ’ άσπρο γιακαδάκι… κι όταν άρχισε να μου αρέσει την κατήργησες. Πάντα για το καλό μου, χωρίς να με ρωτήσεις…
Με έμαθες να λέω τον εθνικό ύμνο και πλήρωνες δασκάλους για να με μάθουν πως τιμιότερον απάντων εστί η πατρίς. Μα σαν μεγάλωσα άφησες τη σημαία να χαθεί στον βράχο των Ιμίων…
Με έβαλες να μάθω ιστορία για να μπω στο πανεπιστήμιο και αρχαία ελληνικά. Μα σήμερα μου λες πως η Μακεδονία είναι τα Σκόπια και η Θράκη μας Τουρκία…
Σαν έγινα έφηβη με έβαλες να δω τον Λάλα αλυσοδεμένο να χάνει τη ζωή του για εσένα… Και σήμερα εσύ δίνεις ιθαγένεια στον κάθε αλλοδαπό μα όχι στον Έλληνα τον σταυρό… για φαντάσου…
Μου δίδαξες σαν ήρωα και εθνάρχη τον Βενιζέλο… μα σαν έγινα δασκάλα τον βρήκα να προδίδει εσένα Έλληνα …θυμάσαι τον Γενάρη του 34…εκεί στη Σουηδία… προτείνει για το Νόμπελ της Ειρήνης τον σφαγέα των προγονών μου Κεμάλ…!!!
Μου ζήτησες να έχω κριτική σκέψη… μα έκοψες την έκθεση ως μάθημα και λογοκρίνεις τη σκέψη μου… Βλέπεις εγώ για εσένα είμαι ακραία…
Μου έμαθες στο σχολείο πως πρέπει να υπάρχει αξιοκρατία κι όταν σου ζήτησα να με αφήσεις στου χάρτη την πινέζα… εκεί στο Δέρειο… κι οχι στο Κολωνάκι… με ανάγκασες να βάλω μέσο τον πατέρα μου για να μη με διώξεις από εκεί…
Μου έμαθες προσευχή… μα τώρα πια μόνο για Χριστό δε θες να μου μιλήσεις..
Σου ζήτησα να πάω στην πρώτη τη γραμμή και μ’ άφησες μονάχη…
Μου έμαθες όμως καλά πως το Προξενείο κι όχι εσύ είναι εκεί και έχει όνομα… ε;… Ιλμή… ε;… Απτουραχήμ..ε;… Αλή..ε;… Μουαρέμ… ε;…
Μου ζήτησες να εργάζομαι σκληρά… για εθελοντισμό μιλούσες… μα όταν το ‘κανα κι αυτό έστειλες τους ”δραγουμάνους” να μου πουν πως δε θέλουν να κάνω επιπλέον μαθήματα στα πομακόπουλα γιατί σε ενοχλεί… τα παίρνω βλέπεις από την αγκαλιά του Προξενείου…
Και εγώ… εγώ μεγάλωνα μέσα σε μια αντίφαση… στο μαύρο και το άσπρο…
Μα χθες βρέθηκα κάτω στο υπόγειο του σχολείου… σε είδα εκεί κάτω Ελλάδα… ήσουν εκεί… πίσω απ’ τις κουτές. σκονισμένη… κοιτώ το άγαλμα του Αλέξανδρου αραχνιασμένο… μόνο εγώ και εσύ…η προτομή του μέγα Αλέξανδρου…
Δάκρυσα… πόνεσα…μα σε άκουσα Ελλάδα απ’ τη φωνή του…
”Ποιος είναι εθνάρχης” με ρωτά…”ο Βενιζέλος;.. ποιος αγωνίζεται σκληρά… ο Γιώργος απ’ τα ξένα;
Για σκέψου εσύ δασκάλα… με ξαναρωτά… αν τώρα εδώ μέσα, από την πόρτα έμπαινε και ερχόταν κι ο Κολοκοτρώνης… και μας ρωτούσες και τους δυο ποιο μέρος της Ελλάδας θα θυσιάζαμε στο χθες για χάρη της ειρήνης… Μακεδονία ή Ήπειρο… Θράκη ή το Αιγαίο…
Αναλογίσου εσύ δασκάλα… θα το σκεφτόμασταν πολύ;
Τι να διαπραγματευτώ… τη γη μου ή το νερό μου;… μα εσύ δασκάλα δίδαξες εκείνον ως εθνάρχη… και όχι εμάς …εμάς κλειδώνεις στα ”μπουντρούμια”…
Ελλάδα μες στις αντιφάσεις σου… ξεχνάς τα σύνορά σου και τον εχθρό ποτίζεις εδώ μέσα… προδότες ελληνόφωνοι… διαλέξτε επιτέλους τον Λεωνίδα αρχηγό…ή μήπως εφιάλτη;… κι ιστορία θα φερθεί ανάλογα εις τον καθένα…
Γέμισαν τάφοι με κορμιά πιλοτών… γιατί έχουμε ειρήνη!!!!
Γέμισε και η βουλή ελληνόφωνους απ’ την ελληνοτουρκική φιλία…
Φτάνει, δε θέλω πια να ακούω τη φωνή σας …γιατί πιστεύω στο έθνος μου κι όχι στο ”nation” που θα ’λεγε και ο ”μέγας” ο Γιωργάκης… το έθνος είναι ελληνικό, είναι ήθος και έθος ρωμιοσύνης… το ”nation” είναι η ”φύση” του… εκ γενετής προδότης…
Κι’ αν όλα αυτά δε σ’ άρεσαν ”λόγιε”, ”πολιτικέ” δημοκρατίας, να το θυμάσαι …
είμαι δημιούργημα της πιο παράλογης… δικής σου αναρχίας..

ΠΗΓΗ.http://kostasxan.blogspot.com

Ένα αξιόλογο κείμενο για την ιεραποστολή του Γέροντος Σωφρονίου.

Πρόκειται για ένα κείμενο από το βιβλίο του αρχ. Σοφρωνίου για τον άγιο Σιλουανό. Το καταθέτω για προβληματισμό γιατί έχει να κάνει με την ιεραποστολή. Βρίσκεται στην σελίδα 65.
“Είναι αδύνατον να αποσιωπίσωμε ένα αξιόλογο διακριτικό του χαρακτήρα του Γέροντα: τη στάση του απέναντι σ’ όποιον διαφωνούσε μαζί του. Επιθυμούσε ειλικρινώς και βαθειά να καταλάβει έναν τέτοιον άνθρωπο όσο μπορούσε καλλίτερα και να μην προσβάλλει ό,τι είναι ιερό γι’ αυτόν.
Ξέρομε τη συνομιλία του γέροντα μ’ έναν αρχιμανδρίτη, που ησχολείτο με το ιεραποστολικό έργο μεταξύ των ετεροδόξων.
Ο αρχιμανδρίτης αυτός σεβόταν πολύ τον Γέροντα, και όταν επισκεπτόταν το Άγιον Όρος ερχόταν επανειλημμένως να συνομιλήση μαζί του. Ο Γέροντας τον ρώτησε πως κηρύττει. Ο αρχιμανδρίτης νέος και άπειρος ακόμη, με υπερβολικές μάλλον χειρονομίες, απάντησε νευρικά:
-Τους λέω: Η πίστη σας είναι διεστραμμένη. Όλα σε σας είναι διεστραμμένα, όλα ψεύτικα, κι’ αν δεν μετανοήσετε, δεν θα σωθήτε.
Σαν τ’ άκουσε ο Γέροντας τον ρώτησε:
-Πέστε μας όμως, άγιε αρχιμανδρήτα, αυτοί πιστεύουν στον Κύριον Ιησού Χριστό πως είναι ο αληθινός Θεός;
-Αυτό το πιστεύουν.
-Και τιμούν την Παναγία;
-Την τιμούν, αλλά διδάσκουν λανθασμένα πράγματα γι’ αυτήν.
-Και τους Αγίους τους παραδέχονται;
-Ναι, τους παραδέχονται, αλλά από τότε που αποσχίσθηκαν από την Εκκλησία τι αγίους μπορούν να έχουν;
-Κάνουν ακολουθίες στις εκκλησίες; διαβάζουν τον λόγο του Θεού;
-Ναι, και ναούς έχουν και ακολουθίες, μα αν τις βλέπατε πόσο υστερούν οι ακολουθίες τους από τις δικές μας, πόσο ψυχρές, πόσο άψυχες είναι!
-Άγιε αρχιμανδρίτα, η ψυχή τους αισθάνεται πως πράττουν σωστά που πιστεύουν στον Χριστό, που τιμούν την Παναγία και τους αγίους, που τους επικαλούνται στις προσευχές τους. Γι’ αυτό, όταν τους λέτε πως η πίστη τους είναι νόθη, δεν θα σας ακούσουν…Αν όμως λέγατε στους ανθρώπους πως καλά κάνουν πως πιστεύουν στον Θεό, πως καλά κάνουν που τιμούν την Παναγία και τους αγίους, που πηγαίνουν να λειτουργηθούν στις εκκλησίες και που προσεύχονται στα σπίτια τους, πως καλά κάνουν όταν διαβάζουν τον Λόγο του Θεού και τα λοιπά, έχουν όμως εδώ κι εκεί λανθασμένες θεωρίες και πρέπει να τις διορθώσουν και τότε όλα θα είναι καλά και θεάρεστα κι έτσι με τη χάρη του Θεού όλοι θα σωθούμε… «Ο Θεός αγάπη εστίν» και γι’ αυτό το κήρυγμα πρέπει να βγαίνει πάντα από την αγάπη. Τότε θα ωφεληθεί κι’ αυτός που κηρύττει κι’ αυτός που ακούει. Αν τους κατακρίνεται όμως, τότε η ψυχή του λαού δεν θα σας ακούση και δεν θα προέλθη όφελος.”

Τι είναι η Ορθοδοξία;

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού
Ομοτίμου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Μιλώντας για την Ορθοδοξία, δεν πρέπει να επα­ναλαμβάνουμε το λάθος του Πιλάτου, όταν ερώτησε τον Χριστό: «Τί έστιν αλήθεια;» (Ίωάνν. 18, 38). Το ορθό είναι: «Τίς έστιν αλήθεια». Διότι η αλήθεια δεν είναι μία ιδέα, μία θεωρία, ένα σύστημα, αλλά πρόσω­πο το Πανάγιο Πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, του Ιησού Χρίστου. Έτσι πρέπει να ερωτήσου­με και για την Ορθοδοξία, διότι ταυτίζεται με το θεανθρώπινο Πρόσωπο του Θεού Λόγου. Αυτός, ώς Θεάν­θρωπος, είναι η Ορθοδοξία μας, η Παναλήθειά μας.

1. Αν θέλαμε να ορίσουμε, συμβατικά, τον Χρι­στιανισμό, ως Ορθοδοξία, θα λέγαμε ότι είναι η εμ­πειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού)1 μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του αν­θρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν». Με δεδομένη τη διηνεκή παρουσία του Θεού εν Χριστώ στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη του παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης η α­ποκατάστασης της υγείας του, αλλά και στις δύο περι­πτώσεις μέσα από μία ορισμένη θεραπευτική διαδικα­σία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής.
Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η Θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώ­στε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν» αυτό που ο Θεός εί­ναι απο τη φύση του (άναρχος και ατελεύτητος). Αυ­τή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας. Δεν πρό­κειται για μία ηθική βελτίωση του άνθρωπου, αλλά για την εν Χριστώ άνα-δημιουργία, ανά-πλαση, αν­θρώπου και κοινωνίας, μέσα απο την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με τον Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Αυτό εκ­φράζει η φράση του Άπ. Παύλου (Β’ Κορ. 5, 17): «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις». Ο ενωμένος με τον Χρι­στό είναι καινούργιο δημιούργημα. Γι’ αυτό χριστια­νικά η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, η λυτρωτική είσοδος του Αιώνιου και Υπέρχρονου μέσα στον ι­στορικό χρόνο, είναι η άρχή ενός νέου κόσμου μιας κυριολεκτικά «Νέας Εποχής» (New Age), που συνεχί­ζεται ως τα πέρατα των αιώνων, στα πρόσωπα των αυ­θεντικών χριστιανών, δηλαδή των Αγίων. Η Εκκλη­σία, ως «σώμα Χρίστου» και εν Χριστώ κοινωνία υ­πάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει τη σωτηρία, ως ένταξη άνθρωπου και κοινωνίας σ’ αυτή την αναγεν­νητική διαδικασία2. Τό σωστικό αυτο έργο της Εκκλησίας επιτελείται με μη συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί στην ιστορία ως ένα παγκόσμιο Θεραπευτήριο. «Ίατρείον πνευματικόν» (πνευματικό νοσοκομείο) ονομά­ζεται η Εκκλησία απο τον ιερό Χρυσόστομο (†407). Στη συνέχεια θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα:

1) Ποιά είναι η αρρώστια, την οποία θεραπεύει η χρι­στιανική Ορθοδοξία,
2) ποιά είναι η θεραπευτική μέθοδος, που εφαρμόζει και
3) ποιά είναι η ταυτότητα του αυθεντικού Χριστιανισμού, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις αιρετικές αποκλίσεις του, αλλά και από κάθε μορφή θρησκείας3

2. Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και σύναμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει».Ρωμ.8,22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ε­νότητας σύνολης της ανθρωπότητας (βλ. Πράξ. 17, 26). Η χριστιανική Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μό­νο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α’ Τιμ. 2, 4), αφού ο Θεός είναι «σωτήρ πά­ντων ανθρώπων» (Α’Τιμ. 4, 10). Η αρρώστια, λοιπόν, για την οποία μιλεί ο Χριστιανισμός, είναι πανανθρώ­πινη (Ρωμ. 5, 12: «…εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω ( = λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (= αστόχησαν στην πορεία τους πρός την θέωση). Όπως δε η πτώση (δηλ. η αρρώστια) είναι πα­νανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία-θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε άν­θρωπου.
Η εμπειρία των Αγίων γνωρίζει ένα μνημονικό σύστημα, την καρδιακή η νοερά μνήμη, που λειτουρ­γεί μέσα στην καρδιά και την αγνοεί η ιατρική επι­στήμη. Η καρδιά, στην ορθόδοξη παράδοση δεν λει­τουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακίνησης του αίμα­τος. Διότι πέρα από τη φυσική έχει και μία υπερφυσι­κή λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται ο χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλα­δή ενέργεια Του. Βέβαια, αυτό γίνεται αντιληπτό μέ­σα από την εμπειρία των Αγίων, των αληθινών Χρι­στιανών, και όχι με τη λογική λειτουργία η τη δια­νοητική θεολόγηση.
Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης (†1809), ανακεφα­λαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικόν Έγχειρίδιον» ονομάζει την καρ­διά κέντρο φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσι­κό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί, διότι η καρδιά κυριαρχείται από πάθη. Η υπερφυσική λει­τουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση, την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλα­δή τη θέωση του, ως πλήρη ένταξη του στήν εν Χρι­στώ κοινωνία.
Στήν υπερφυσική της λειτουργία η καρδιά γίνεται χώρος ενεργοποίησης του νού. Στον γλωσσικό κώδι­κα της Ορθοδοξίας ο νους (στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του άνθρωπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στη θέα του Θεού η Θεοπτία. Βέβαια, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι γνώση του Θεού δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης καί απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας. Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι η ουσια­στική διαφορά της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη εκ­δοχή του Χριστιανισμού. Η ενέργεια του νού μέσα στηη καρδιά ονομάζεται «νοερά λειτουργία» της καρ­διάς. Διευκρινίζουμε και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ε­νεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νούς στην καρδιά.
Η νοερά λειτουργία πραγματοποιείται ώς αδιάλει­πτη προσευχή (πρβλ. Α’Θεσσ. 5, 17) του Αγίου Πνεύ­ματος μέσα στην καρδιά (πρβλ. Γάλ. 4, 6 Ρωμ. 8, 26 Α’ Θεσσ. 5, 19) και ονομάζεται από τους Αγίους Πα­τέρες μας «μνήμη Θεού». «Έχοντας ο άνθρωπος στην καρδιά του τη «μνήμη του Θεού», έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8, 11). Ο Μ. Βασίλειος στη β’ επιστολή του λέγει, οτι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, αλλά ο νούς «αναχωρεί» προς τον Θεό, έχει δηλαδή κοινωνία με τον Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει, οτι ο ενεργούμενος από τη θεία ενέρ­γεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της ζωής, μένοντας στην απραξία η σε κάποια έκ-σταση, αλλά την απελευθέρωση του νου από τις φροντίδες αυτές, με τις όποιες ασχολείται η λογική. Γιά να χρη­σιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, που μας αγγίζει. Έ­νας επιστήμονας, που έχει αποκτήσει τη νοερά του λειτουργία, με την λογική ασχολείται με τα προβλή­ματα του, ενώ ο νους του, μέσα στην καρδιά, διατηρεί αδιάλειπτη την μνήμη του Θεού. Αυτός είναι ορθόδο­ξα ο υγιής (normal) άνθρωπος (ο Άγιος). Γι’ αυτό η θεραπεία της Ορθοδοξίας συνδέεται με την πορεία του άνθρωπου προς την αγιότητα.
Η αλειτουργία η υπολειτουργία της νοεράς ενέρ­γειας του άνθρωπου ειναι η ουσία της πτώσεως. Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του άνθρωπου, στην αρχή ακόμη της ιστορι­κής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του.
Σ’ αυτή τη νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι α­πόγονοι των πρωτοπλάστων, διότι δεν είναι κάποιο η­θικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξαν­δρείας †444) και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρω­πο, όπως ακριβώς η αρρώστια κάποιου δένδρου μετα­δίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.
Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας η της μνήμης του Θεού και η σύγχυση της με τη λειτουργία του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει σέ όλους μας, υποδου­λώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικι­σμό και την αντικοινωνικότητα. Στην κατάσταση της νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο για την κατοχύρωση της α­τομικής του ασφάλειας και ευτυχίας. Χρήση του Θεού γίνεται με τη «θρησκεία» (προσπάθεια απόσπασης της δύναμης του Θείου), που μπορεί να εκφυλισθεί σε αύτοθεοποίηση του άνθρωπου («αυτείδωλον εγενόμην» λέγει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγα Κα­νόνα» του). Χρήση του συνανθρώπου και κατ’ επέκτα­ση της κτίσης γίνεται με την εκμετάλλευση τους με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτή είναι λοιπόν, η νόσος, την ο­ποία ζητεί να θεραπεύσει ο άνθρωπος, εντασσόμενος ο­λόκληρος στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Εκκλη­σίας4.

3. Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας , ως εν Χριστό κοινωνίας, στον κόσμο είναι η θεραπεία του ανθρώπου με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας του με το Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή π.Ι. Ρωμανίδη, «η πατερική παράδοσις δεν είναι ουτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικό σύστημα , ούτε θρησκευτικός δογματισμός , αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείον αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως την Ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικόν όργανον, που όλοι έχουν και το όποιον χρειάζεται θεραπείαν. Ούτε η φι­λοσοφία, ούτε καμμία των γνωστών θετικών η κοινω­νικών επιστημών δύναται να θεραπεύση το όργανον αυτο (…) Διά τούτο ο αθεράπευτος συνήθως δεν γνω­ρίζει ούτε καν την υπαρξιν αύτου του οργάνου».
Η ανάγκη θεραπείας του άνθρωπου, κατά τα πα­ραπάνω είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του κάθε άνθρωπου στη φυσική του ύπαρξη με την επανενεργοποίηση και της τρίτης (νοεράς) μνημονικής λειτουργίας. Επεκτείνε­ται όμως και στην κοινωνική παρουσία του ανθρώπου. Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδελφός με τον συνάνθρωπο του, πρέπει η ιδιοτέλεια του, που λει­τουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ. Α’Κορ. 13, 8: «η αγάπη… ού ζητεί τα ε­αυτής»). Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ. 5, 8″ Α’ Ίωάν. 4, 7 έ.) που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και τό κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτη­μοσύνη», άλλά η «ακτημοσύνη», ως αύτοπαραίτηση α­πό κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δι­καιοσύνη.
Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονο­μημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεως μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό η αιώνιο θά­νατο, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από τή Χάρη του Θε­ού. Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες ε­στίες του άνθρωπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χρίστου και την ανάσταση του. Ο Χριστιανός α­σκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή-Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης, που δέ­χεται με τη μετοχή του στη μυστηριακή ζωή του εκ­κλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευόμενος άνθρωπος, πού δεν τηρεί τη θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του.

4. Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποιες σταθερές, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα της χριστιανικής Ορθοδοξίας:

α) Η Εκκλησία ως σώμα Χρίστου, λειτουργεί ως θεραπευτήριο-Νοσοκομείο. Διαφορετικά δεν είναι Εκ­κλησία, αλλά Θρησκεία. Οι Κληρικοί, εκλέγονταν αρχικά από τους θεραπευμένους, γιά νά λειτουργοΰν ώς θεραπευτές τών άλλων. Η θεραπευτική λειτουργία της Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως στις Μονές, που αντέχοντας ακόμη στην εκκοσμίκευση, συνεχί­ζουν την Εκκλησία των αποστολικών χρόνων.
β) Οι επιστήμονες της εκκλησιαστικής θεραπείας είναι οι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής επιστήμης και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της εκκλησιαστικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
γ) Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγ­χώρηση των αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον! Η Εκκλησία δεν α­ποβλέπει στο να στείλει κάποιον στον παράδεισο η στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δέν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θε­ραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο φώς Του ως πα­ράδεισο και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πύρ καταναλίσκον» (Έβρ. 12, 29). Και αυτό, φυσικά, άφορα σε κά­θε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώ­νια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.
δ) Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από τη θεραπεία του ασθενούς). «Έτσι, διαφοροποιεί­ται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο και της ποιμαντικής θερα­πευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευμα­τικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς τη θέωση. Η θεραπεία δεν μετατίθεται στη μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του άνθρωπου σ’ αυ­τόν εδώ τον κόσμο (εδώ και τώρα). Αυτό διαπιστώνε­ται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων που νικούν τη βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτα­νήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου και Θεο­δώρας της Αυγούστας. Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στη παράδοση μας οι αδιαφιλονίκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της θερα­πευτικής της Εκκλησίας. Θα παρακαλούσα δε τον ια­τρικό κόσμο της Χώρας μας να προσέξει ιδιαίτερα την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχθεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χά­ρης. Διότι τη στιγμή ακριβώς, που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα, και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύμα­τα, ως αποδείξεις της θεώσεως, διότι ανήκουν σε άλ­λη σφαίρα.
ε) Τέλος, τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κά­ποια χριστιανική ιδεολογία, άλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα, λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές. Η άπλή α­νάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση, που ο ασθενής καταφεύγει στο γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο!

Αυτή με λίγα λόγια είναι η Ορθοδοξία. Δεν έχει σημασία, αν την αποδέχεται κανείς η όχι. Γι’ αυτό α­πευθύνομαι προς όλους, και τους μη χριστιανούς και τους αδιάφορους, αλλά και προς «χριστιανούς» (σε ει­σαγωγικά). Κάθε άλλη εκδοχή για τον Χριστιανισμό συνιστά παραποίηση και διαστροφή του, έστω καί αν θέλει να προβάλλεται ως Ορθοδοξία!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι η Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλη­σίας, Θεσσαλονίκη 1984. Του Ιδιου. Η Θρησκεία ειίναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θε­ραπεία της, στον τόμο: Ορθοδοξία. Ελληνισμός… «Εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Β’ Τόμος, 1996, σ. 67-87. Του Ίδιου. Church Synods and Civilisation, στη ΘΕΟΛΟΠΑ,τ. 63 (1992) 421-450 και Ελληνικά, τ. 66 (1995) 646-680. π. Ιερόθεου Βλάχου (τώρα μη-τροπ. Ναυπάκτου), Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, «Εδεσσα 1986. Του Ίδιου. Μικρά Είσοδος στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, Αθήνα 1992. Του Ίδιου, Υπαρξια­κή Ψυχολογία και Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία. Λεβαδειά 1995. Του Ιδίου, Η Ιατρική εν Πνεύματι Επι­στήμη, Λεβαδειά 2009. Ακόμη, οι μελέτες: Γ.Α. Μεταλληνού, Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, Αθή­να 1986. Θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λα­τρείας, Αθήνα 1996 κ.ά.

1. Άκτιστος ( = αδημιούργητος. Άπλαστος στη λαική γλώσ­σα) είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός. Κτιστή είναι η κτίση, η δη­μιουργία, με κορυφαίο τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι «συμπα­ντική» δύναμη, κατά τη γλώσσα της Νέας Εποχής («όλοι ένα, ό­λοι Θεός!»), διότι ως δημιουργός υπέρκειται του σύμπαντος, όν­τας στην ουσία Του «Κάτι» εντελώς άλλο. Ουδεμία αναλογική σχέση υπάρχει μεταξύ κτιστού και Άκτιστου. Και γι’ αυτό το «Α-κτιστο, γνωρίζεται με την αυτοαποκάλυψη (αυτοφανέρωσή) Του.
2. Ένα σημαντικό χριστιανικό κείμενο του β’ αιώνα, ο Ποιμήν του Έρμα, λέγει ότι, για να γίνουμε μέλη του Σώματος του Χρίστου, πρέπει να είμαστε «λίθοι τετράγωνοι» (οικοδομήσιμοι) και όχι «στρογγυλοί»!
3. Κατά τον π. Ρωμανίδη, στον οποίον κυρίως οφείλουμε την επιστροφή στη «φιλοκαλική» (θεραπευτικόασκητική) θεώρηση της Πίστεως μας, σε ακαδημαΐκο μάλιστα επίπεδο, «θρησκεία» είναι κάθε « ταύτιση» άκτιστου και κτιστού, όπως συμβαίνει στη ειδωλολατρία. Ο «Θρησκευτικός» άνθρωπος προβάλλει τις «προλήψεις» του (σκέψεις- νοήματα) στο χώρο του θείου, «κατασκευάζοντας» αυτός τον Θεό του (Αυτό μπορεί να συμβεί και στη μη πατερική «Ορθοδοξία»). Σκοπός του είναι η «εξιλέωση», ο «εξευμενισμός» του «θείου» και τελικά, η «χρήση» του Θεού προς ίδιον όφελος (μαγική σχέση:do, utdes). Στη δική μας όμως, παράδοση ο Θεός μας δεν έχει ανάγκη «εξεθμενισμού» διότι «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ιωαν. 4,19). Ο Θεός μας ενεργεί ως «Αγάπη» (Α’ Ιωάν.4,16) και μάλιστα ανιδιοτελής. Δίδει τα πάντα και δε ζητεί τίποτε από τα πλάσματα Του. Γι’ αυτό και η ανιδιοτέλεια είναι η ουσία της χριστιανικής αγάπης, που υπερβαίνει την πρακτική μιας δοσοληψίας.
4. Αυτό εκφράζει ο γνωστός και συχνά επαναλαμβανόμενος λειτουργικός λόγος: «Ευατούς και αλλήλους και πάσιν την ζωήν ημών Χριστό το Θεώ παραθώμεθα». Η πλήρης ένταξη γίνεται κατά κανόνα στη Μονές, όταν λειτουργούν ορθόδοξα, φυσικά. Γι’αυτό οι Μονές μένουν πρότυπα για τις ενορίες του «κόσμου».

«Πηγή : Όψεις της Ορθόδοξης Ταυτότητος – Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

Οι άγιοι της Αλάσκας(13η Δεκεμβρίου_

Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτη

Οι άγιοι της Αλάσκας εορτάζονται όλοι μαζί στις 13 Δεκεμβρίου, ημέρα της σύναξής τους (=εορτής προς τιμήν τους).

Α. Ο άγιος ιερομάρτυς Ιουβενάλιος


Ο άγιος Ιουβενάλιος, πρωτομάρτυς της Αμερικανικής Ηπείρου, προχώρησε ως μοναχικός οδοιπόρος στο εσωτερικό της Αλάσκας κηρύσσοντας το χριστιανισμό με ταπείνωση και επιτυχία. Πέρασε στον κόλπο Τσεγκάι, όπου ζουν οι Τσουγκάτσοι, και πιο βόρεια, στους Κολόσσους και σε άλλες απομακρυσμένες ινδιάνικες φυλές. Φθάνοντας στις όχθες της λίμνης Ιλιάμινας, το καλοκαίρι του 1796, είχε βαπτίσει μέσα σε δύο χρόνια περίπου 5000 ιθαγενείς.

Εκεί όμως δολοφονήθηκε από ντόπιους σαμάνους (μάγους-ιερείς), ποτίζοντας με το αίμα του την παγωμένη γη της Αλάσκας, αποδεικνύοντας ότι η Εκκλησία είναι αυθεντική όταν θυσιάζεται κι όχι όταν θυσιάζει άλλους στο βωμό της «ευσέβειας» ή οποιωνδήποτε συμφερόντων. Κατά την παράδοση, το σώμα του σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τους εκτελεστές του, οι οποίοι, έντρομοι, έπεσαν πάνω του και το κομμάτιασαν με τα τσεκούρια τους.

Β. Ο άγιος Γερμανός


Ο ταπεινός άγιος μοναχός Γερμανός (1756-1836), μένοντας μόνος από την ιεραποστολική ομάδα και βρίσκοντας ενάντιά του τον Μπαρανώφ, το σκληρό νέο διευθυντή της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας (τη «μαύρη σελίδα» της ιστορίας της Εκκλησίας της Αλάσκας), αποσύρθηκε για να μονάσει στο μικρό μοναχικό νησάκι Ελόβυγ (=νησί των ελάτων), που το μετονόμασε σε Νέο Βαλαάμ. Εκεί άσκησε τη νοερά προσευχή κατά την ορθόδοξη παράδοση και, με την ίδια την ταπεινή και οσιακή παρουσία του, έγινε ο μεγάλος πνευματικός πατέρας των Αλεούτων.

Μεγάλος ασκητής, σκληρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους άλλους, γεμάτος αγάπη για το Θεό και όλα τα πλάσματά Του, έζησε στο νησί του προστατεύοντας όπως μπορούσε τους φτωχούς ιθαγενείς, φροντίζοντας τα ορφανά (δημιούργησε ένα μικρό ορφανοτροφείο) και μεταδίδοντας όχι μόνο το ευαγγελικό μήνυμα αλλά και τη χάρη του Θεού, που ξεχείλιζε από μέσα του σαν καταρράκτης. Θαυματουργός και διορατικός, αξιώθηκε σε πλούσια οράματα και έζησε με τη συντροφιά των αγγέλων. Μεσολαβώντας υπέρ των ιθαγενών κατόρθωσε να κερδίσει την εκτίμηση του διαδόχου του Μπαρανώφ, του Ιανόφσκυ, που έγινε πνευματικός μαθητής του και τελικά μοναχός.

Μετά από μια συγκινητική και αγία ζωή, κοιμήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1836 και το σώμα του παρέμεινε άφθαρτο για τουλάχιστον ένα μήνα, περιμένοντας να επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες τη μετάβαση ιερέα στο νησί για τη χριστιανική ταφή του. Η μνήμη του εορτάζεται την ημέρα της κοίμησής του, αλλά και στις 9 Αυγούστου (ημέρα της επίσημης αγιοκατάταξής του το 1970) και στις 13 Δεκεμβρίου.

Προς τιμήν του ιδρύθηκε πριν από λίγες δεκαετίες η Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας στην Πλάτινα της Καλιφόρνιας, που αποτελεί φωτεινό φάρο της ορθοδοξίας στην αμερικάνική ήπειρο. Από την Αδελφότητα ερευνήθηκε και τελικά εκδόθηκε ο συγκλονιστικός βίος του αγίου Γερμανού. Βλ. την ελληνική έκδοση Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, σειρά «Φιλοκαλία των Ρώσων νηπτικών», Αθήνα 1995.

Γ. Ο άγιος νεομάρτυρας Πέτρος ο Αλεούτος


Ήταν ένας από τους ορθόδοξους Αλεούτους που εργάζονταν στην αποικία της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας στο Fort Ross της Καλιφόρνιας, για τον ανεφοδιασμό των Ρώσων αποίκων και των μελών της Εταιρείας στην Αλάσκα. Η αποικία αυτή έγινε αιτία προστριβών ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ισπανούς κυρίαρχους της Καλιφόρνιας, καθώς οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι οι Ρώσοι εποφθαλμιούν το Σαν Φρανσίσκο.

Έτσι, το 1815 συνέλαβαν περίπου 20 Αλεούτους, από τους οποίους τελικά φυλάκισαν 14, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Πέτρος.

[Συνεχίζουμε με ένα απόσπασμα από το Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ό.π., σελ. 38-39.

«…Μιαν άλλη φορά, συνεχίζει ο Γιανόφσκυ, τού ’λεγα (του αγίου Γερμανού) πως οι Ισπανοί αιχμαλώτισαν στην Καλιφόρνια 14 Αλεούτους. Οι Ιησουίτες τους πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή οι Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών του, μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Μετά κομμάτιασαν τα πόδια και τα χέρια του. Το αίμα έτρεχε, ο μάρτυρας όμως υπόμενε κι επαναλάμβανε σταθερά την απάντηση: «Είμαι χριστιανός». Τελικά, από τα βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος, πέθανε.

Την άλλη μέρα οι Ιησουίτες απείλησαν πως θα βασανίσουν το φίλο του με τον ίδιο τρόπο. Την ίδια νύχτα όμως έλαβαν εντολή από το Μόντερεϋ να μεταφέρουν όλους τους αιχμαλώτους Αλεούτους εκεί. Έτσι, την άλλη μέρα, όλοι εκτός από κείνον που θανατώθηκε, έφυγαν. Αυτό μου το διηγήθηκε ο φίλος εκείνου που μαρτύρησε. […].

Όταν τελείωσα την περιγραφή, ο π. Γερμανός με ρώτησε:

–Ποιο ήταν το όνομα του Αλεούτου;

–Πέτρος, απάντησα, αλλά δε θυμάμαι το επώνυμό του.

Ο Γέροντας σηκώθηκε όρθιος, στάθηκε μπροστά στην εικόνα, έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό του και είπε:

–Άγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε υπέρ ημών».]

Δ. Ο άγιος Ιάκωβος ο εν Αλάσκα


Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωβ γεννήθηκε το 1802 στην Ουναλάσκα, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Αλεούτια. Μεγαλώνοντας, αγαπώντας τη μόρφωση και φλεγόμενος από χριστιανική πίστη, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας και επέστρεψε στο λευκό ιεραποστολικό αγρό της γενέτειράς του, για να εργαστεί κι αυτός για τους συμπατριώτες του.

Στην Αλάσκα διακόνησε τριάντα έξι χρόνια, αντιμέτωπος με τις σκληρές συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και τους σαμάνους, που έκαναν τα πάντα για να τον εμποδίσουν. Ταξίδεψε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, μέχρι τη φυλή των Γιουπίκ, που ζούσαν στην κάτω κοιλάδα του ποταμού Γιούκωνος. Είναι ο πρώτος ιεραπόστολος που διείσδυσε τόσο βαθιά, μετά τον άγιο Ιουβενάλιο. Δεν κήρυξε μόνον, αλλά φρόντισε για τη μόρφωση και την κοινωνική ζωή των ιθαγενών, προσφέροντάς τους παράλληλα και τα χριστιανικά μυστήρια, και μάλιστα της εξομολόγησης και της θείας ευχαριστίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση, στην τοπική γλώσσα, της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών βιβλίων.

Μετά από πολλές περιπέτειες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στη Σίτκα στις 26 Ιουλίου του 1865 και κατατάχθηκε επίσημα στους αγίους της ορθοδοξίας το 1994.

Ε. Ο μέγας ιεραπόστολος της Αλάσκας άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ


Ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ είναι ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της ορθοδοξίας. Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Σιβηρίας το 1797, και το όνομά του ήταν Ιωάννης. Ορφάνεψε μικρός, αλλά τον προστάτευσε ο θείος του, ο ιερομόναχος Δαβίδ, που του εξασφάλισε και μια θέση στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Εκεί επιδόθηκε στη μάθηση, αλλά και στις πρακτικές τέχνες: έγινε μαραγκός, μηχανικός, σιδηρουργός και ωρολογοποιός. Το 1817 νυμφεύθηκε, χειροτονήθηκε διάκονος και το 1821 ιερέας και διορίστηκε στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Ιρκούτσκ.

Το 1823 απεστάλη από τον επίσκοπο Ιρκούτσκ Μιχαήλ στην Αλάσκα, ως μέλος της ιεραποστολής. Τον συνόδευαν ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Η δράση του στην Αλάσκα ήταν μνημειώδης. Ίδρυσε σχολεία, ιατρεία, ναούς και ταξίδεψε σε κάθε γωνιά για να γνωρίσει τους ιθαγενείς, να τους συμπαρασταθεί και να τους μεταδώσει το ευαγγελικό μήνυμα. Οι ιθαγενείς τον εκτίμησαν απεριόριστα κι εκείνος έζησε σαν ένας απ’ αυτούς και μοιράστηκε τις δύσκολες συνθήκες της ζωής τους, σεβόμενος τον πολιτισμό τους και συμμεριζόμενος τις κακουχίες τους.

Έγραψε, μεταξύ άλλων: Σημειώσεις επί των νήσων της περιοχής Ουναλάσκα, Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεούτων που ζουν στα νησιά, Παρατηρήσεις επί των Αλεούτων και Κουσιανών της Άτκα, Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Κολουσκανών και των Κοντιάκων, και (στη γλώσσα των Αλεούτων, της οποίας επινόησε και το αλφάβητο) Υπόδειξη του δρόμου προς τη βασιλεία των ουρανών (έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από την ιερά μητρόπολη Νικοπόλεως με τον τίτλο Ο δρόμος προς τη βασιλεία των ουρανών). Συνέταξε επίσης γραμματική της γλώσσας των Αλεούτων και αλεουτο-ρωσικό λεξικό.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1838 η πρεσβυτέρα Αικατερίνα πέθανε. Είχαν πλέον επτά παιδία: τον Ιννοκέντιο, το Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Το 1840 ο π. Ιωάννης έγινε μοναχός με το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ και στις 13 Δεκεμβρίου η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε επίσκοπο Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλεουτίων Νήσων με έδρα τη Σίτκα. Ως επίσκοπος επιδόθηκε ακόμη θερμότερα στην ιεραποστολή, με κύριο μέλημα την ίδρυση σχολείων. Το 1850 το ποίμνιό του αποτελείται από 15.000 ψυχές.

Στη συνέχεια μετατίθεται στη Σιβηρία και αναπτύσσει ιεραποστολική και κοινωνική δράση σε περιοχές υποδουλωμένες από τους Κινέζους. Το 1860 ευλόγησε το νεαρό ιερομόναχο Νικόλαο Καζάτκιν (σήμερα άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας), που πέρασε και τον συνάντησε πηγαίνοντας στην Ιαπωνία για ιεραποστολή.

Το 1867 ή 68 ο άγιος ζήτησε από το μητροπολίτη Μόσχας άγιο Φιλάρετο να του επιτρέψει να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Όμως ο άγιος Φιλάρετος κοιμήθηκε ξαφνικά και η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε διάδοχό του τον άγιο Ιννοκέντιο! Στη σπουδαία νέα του θέση ο άγιος διέπρεψε για μια ακόμη φορά, δείχνοντας μεγάλη ποιμαντική αλλά και κοινωνική μέριμνα. Φρόντισε επίσης και για την Αλάσκα, ιδρύοντας μια Ανεξάρτητη Αλεουτιανή Επισκοπή με έδρα τον Άγιο Φραγκίσκο.

Ο άγιος Ιννοκέντιος κοιμήθηκε το 1879 και τάφηκε στη λαύρα της Αγίας Τριάδας του αγίου Σεργίου, δίπλα στο μητροπολίτη Φιλάρετο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Μαρτίου, καθώς και στις 13 Δεκεμβρίου, μαζί με τους άλλους αγίους της Αλάσκας.

Οι πρεσβείες των αγίων πάντων και των αγίων της Αλάσκας ας προστατεύουν εμάς και τους δικούς μας (εχθρούς και φίλους), καθώς και όλους τους λαούς της Γης.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ Ο.Ο.Δ.Ε(www.oodegr.com)